- θολοειδές
- θολοειδήςlike amasc/fem voc sgθολοειδήςlike aneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ουρανός — Για τον γήινο παρατηρητή, είναι ο ημισφαιρικός θόλος που φαινομενικά ορίζει το διάστημα και στον οποίο προβάλλονται κατά τη νύχτα οι ορατοί αστέρες. Ο. αποκαλείται και ό,τιδήποτε έχει το σχήμα του ουράνιου θόλου, όπως οροφή ή στέγη σε σχήμα θόλου … Dictionary of Greek
θολία — η (Α θολία) [θόλος] σκιά δέντρου, ήσκιωμα («το παρκάκι τού προσφέρει τας θολίας του», Νιρβ.) αρχ. 1. πλατύγυρο καπέλο τών γυναικών με κωνική προεξοχή στο επάνω μέρος για προφύλαξη από τον ήλιο 2. αλεξήλιο, μέσο που προφυλάσσει από τις ηλιακές… … Dictionary of Greek
θόλος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 918 κάτ.) στην πρώην επαρχία Φυλλίδος του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 26 χλμ. ΝΑ των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζίχνης. * * * ο (ΑΜ θόλος, ὁ και ἡ, Μ και ουδ. θόλον, τό)… … Dictionary of Greek
μπαομπάμπ — (baobab). Ιθαγενές δέντρο των θερμών χωρών. Βλ. λ. αδανσονία. * * * το βοτ. δένδρο τών θερμών περιοχών με κύρια χαρακτηριστικά τη μεγάλη περιφέρεια τού κορμού, το θολοειδές πυκνό φύλλωμα και το μαλακό ξύλο του. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν.… … Dictionary of Greek
θολοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που έχει σχήμα θόλου: Θολοειδές κοίλωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)